- περικοχλίου
- περικόχλιονfemale screwneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπείρωμα — το, Ν 1. σύρμα ή σχοινί περιτυλιγμένο ώστε να σχηματίζει σπείρες 2. τεχνολ. ελικοειδής αυλάκωση που περιλαμβάνει τον κορμό κοχλία ή την εσωτερική κυλινδρική επιφάνεια περικοχλίου 3. τεχνολ. φρ. α) «αρσενικό σπείρωμα» σπείρωμα τού οποίου η… … Dictionary of Greek